οῦσα
1οὔσα — οὔσᾱ , εἰμί sum pres part act fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic) …
2-ούσα — κατάλ. θηλυκών ονομάτων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής από μτχ. ρημάτων σε ῶ (πρβλ. βρομ ούσα < βρομώ, γλυκομιλ ουσα < γλυκομιλώ, πατ ούσα < πατώ) κατ επίδραση τής αρχ. επιθ. κατάλ. όεις*, όεσσα (> οῡσα), όεν.Παραδείγματα θηλυκών… …
3.οῦσα — ὗ̱σα , ὕω rain aor ind act 1st sg …
4οὖσα — εἰμί sum pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) οὖσον ship s tackle neut nom/voc/acc pl …
5απών, -ούσα, -όν — αρχαία μετοχή, αυτός που απουσιάζει, που δεν είναι παρών: Πολλοί μαθητές ήταν σήμερα απόντες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6επιλαχών, -ούσα, -όν — 1. (για υποψήφιους σε εκλογές), καθένας από αυτούς που έχουν σειρά ύστερα από εκείνους που πέτυχαν: Από το συνδυασμό του κόμματός του ήρθε τρίτος επιλαχών. 2. (για όσους διαγωνίζονται για κατάληψη θέσης σε υπηρεσία ή σε ανώτατα ή ανώτερα… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7ιθύνων, -ουσα, -ον — 1. ο επικεφαλής, αυτός που κυβερνά ένα κράτος ή διευθύνει μια επιχείρηση: Ιθύνοντες της πολιτείας. 2. «ιθύνουσα τάξη», έτσι λέγεται η τάξη που έχει κάπου την εξουσία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
8παρών, -ούσα, -όν — (μτχ. του αρχαίου ρ. πάρειμι) 1. αυτός που παραβρίσκεται, που είναι κάπου προσωπικά ο ίδιος: Όλοι οι μαθητές είναι παρόντες. 2. ως ουσ., παρόν, το (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
9φά(γ)ουσα — η φαγέδαινα (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
10εκών — ούσα, όν (AM ἑκών, οῡσα, όν) αυτός που ενεργεί ή πάσχει κάτι με τη θέλησή του, οικειοθελώς προσφερόμενος, εθελοντής αρχ. 1. αυτός που ενεργεί από πρόθεση, επίτηδες («ἑκών ἠμάρτανεν» επίτηδες αποτύγχανε) 2. φρ. α) «ἑκών εἶναι» όσο εξαρτάται από… …