οῖπερ
1οίπερ — οἷπερ (Α) (δ. γρφ·) επίρρ. βλ. οι (II) …
2οἷπερ — whither indeclform (adverb) …
3οἵπερ — οἱ , ἕ masc/fem dat sg (epic ionic) οἵ , ὁ lentil masc nom/voc pl οἵ , ὅς yas masc nom pl …
4ος — (I) η, ο (ΑΜ ὅς, ἥ, ὅ, Α αρσ. και ὃ) (αναφ. αντων.) 1. ο οποίος (α. «ο περί ου ο λόγος» αυτός για τον οποίο μιλάμε β. «φίλον θάλος, ὃν τέκον αὐτή», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «καθ ο», «καθ α» και, με συντμ., «καθό», «καθά» i) λόγω τού ότι ii) ακριβώς… …
5ύσπερ — ή ὕσπερ Α επίρρ. δωρ. τ. τού οἷπερ …