οὕκουν
1ουκούν — οὐκοῡν, δωρ. τ. οὐκῶν (Α) επίρρ. 1. (σε ερωτήσεις στις οποίες αναμένεται κατάνευση σε κάποιο συμπέρασμα ή προσθήκη σε κάτι που έχει ήδη γίνει παραδεκτό) λοιπόν δεν, άρα δεν («οὐκοῡν δοκεῑ σοι... συμφέρον εἶναι...;», Ξεν.) 2. (όταν αναμένεται… …
2οὐκοῦν — indeclform (adverb) …
3οὔκουν — certainly not indeclform (adverb) …
4ούκουν — οὔκον, ιων. τ. οὐκ ὦν (Α) επίρρ. 1. βεβαίως δεν, ασφαλώς δεν («οὔκουν μ ἐν Ἄργει γ οἷα πράττεις λανθάνει», Αριστοφ.) 2. (με ανακεφαλαιωτική σημ. και σε απόδοση υποθ. λόγου) σύμφωνα με αυτά δεν, με την προϋπόθεση αυτή δεν («οὔκουν ἀπολείψομαί γέ… …
5οὕκουν — ἔκουν , κέω to lie down imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἔκουν , κέω to lie down imperf ind act 1st sg (attic epic doric) …
6οὐκῶν — οὐκοῦν doric (indeclform adverb) …
7οὔκων — οὔκουν certainly not ionic (indeclform adverb) …
8ουν — oὖν (ΑΜ, Α ιων. και δωρ. τ. ὦν) (βεβαιωτικό μόριο το οποίο δεν τίθεται ποτέ στην αρχή πρότασης) 1. βεβαίως, πράγματι, αληθώς («εἰ δ οὖν τις ἀκτὶς ἡλίου νιν ἱστορεῑ... ζῶντα», Αισχύλ.) 2. (για συνέχιση λόγου, διήγησης) τότε λοιπόν, έπειτα, ύστερα… …
9ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… …
10завтра, завтра, не сегодня{...} — Завтра, завтра, не сегодня, Так ленивцы говорят. Б. Федоров. Перев. с немецкого. Ср. Morgen! Morgen! Nur nicht heute! Sprechen immer träge Leute. F. Weisse (1726 1804). Der Aufschub. Ср. A demain les affaires. Ср. ούκουν εις αύριον τα σπουδαια .… …