οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀν-

  • 1τυφλώνω — τυφλῶ, όω, ΝΜΑ [τυφλός] καθιστώ κάποιον τυφλό, στερώ από κάποιον την όραση (α. «τόν τύφλωσαν με πυρωμένο σίδερο» β. «τοὺς δὲ δούλους οἱ Σκύθαι πάντας τυφλοῡσι τοῡ γάλακτος εἵνεκεν τοῡ πίνουσι», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (για ισχυρό φως) σκοτίζω, αμβλύνω… …

    Dictionary of Greek