οὔτε γὰρ ὧδ

  • 51πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …

    Dictionary of Greek

  • 52έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …

    Dictionary of Greek

  • 53αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …

    Dictionary of Greek

  • 54και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …

    Dictionary of Greek

  • 55ИСИДОР ПЕЛУСИОТ — [греч. ᾿Ισίδωρος ὁ Πηλουσιώτης] (между 350 и 360 между 435 и 440), прп. (пам. 4 февр.), экзегет и богослов, автор писем экзегетического и нравоучительного содержания. Жизнь Прп. Исидор Пелусиот. Фрагмент минейной иконы. Нач. XVII в. (ЦАК МДА) Прп …

    Православная энциклопедия

  • 56BAETYLI — Graecis Βαιτύλοι, dicebantur vivi lapides, quorum non rata apud Veteres mentio et praecipue Scriptores Graecos, qui ἐμψύχους λίθους, quasi animatos lapides, quoque vocabant, multa mita fabulosaque de sis narrantes. Philo Bybliensis, Ε῎τι δὲ… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 57κατεπείγω — (AM κατεπείγω) 1. επείγω υπερβολικά, πιέζω πολύ, δεν επιδέχομαι αναβολή, έχω βιασύνη ή ενέχω στοιχεία ή ιδιότητες που απαιτούν σπουδή (α. «τα έγγραφα αυτα κατεπείγουν» β. «οὔτε τι κωλύει, οὔτε κατεπείγει», Ιπποκρ.) 2. μέσ. κατεπείγομαι σπεύδω… …

    Dictionary of Greek

  • 58κτητικός — ή, ό (AM κτητικός, ή, όν) [κτητός] 1. αυτός που έχει τάση, διάθεση, εμπειρία ή επιτηδειότητα να αποκτά κάτι («τοὺς μὲν γὰρ οὔτε κτητικοὺς εἶναι τῶν οὐκ ὄντων οὔτε φύλακας δεινοὺς τῶν ὑπαρχόντων», Ισοκρ.) 2. γραμμ. αυτός που δηλώνει κτήση, που… …

    Dictionary of Greek

  • 59μελίκομπος — μελίκομπος, ον (Α.) αυτός που εκβάλλει γλυκό ήχο, γλυκόηχος, μελωδικός («καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῑν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων..., ἐρατῶν οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾱν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + κόμπος «θόρυβος» (πρβλ. υπέρ κομπος)] …

    Dictionary of Greek

  • 60μετάνοια — Πράξη με τη βοήθεια της οποίας αποκαθίστανται στις διάφορες θρησκείες οι σχέσεις μεταξύ θεότητας και ανθρώπου, οι οποίες διαταράχτηκαν στα πλαίσια κάποιας αμαρτίας. Τόσο στην Ορθόδοξη όσο και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η μ. αποτελεί ένα από τα… …

    Dictionary of Greek