οὔτε γὰρ ὧδ

  • 11JESUS — I. JESUS Hebraeum nomen, quod Latine Servator dicitur. Matth. c. 1. v. 21. Τέξεται δὲ υἱὸν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ΙΗΣΟΥΝ. αὐτὸς γὰρ ΣΩΣΕΙ τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶ ἁμαρτιῶν, αὐτῶν. Luc. c. 2. v. 21. Act. c. 4. v. 12. Καὶ ουκ ἔςτιν εν ἀλλῳ… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 12LENAEUS — Bacchi cognomen ἀπὸ τȏυ ληνοῦ, h. e. a torculari. Virg. Georg. l. 2. v. 2. et. 7. Huc pater ô Lenaee veni: nudataque muste Tinge novo mecum direptis crura cothurnis. Tibull. l. 3. Eleg. 7. v. 6. Odit Lenaeus tristia verba pater. Nic. Lloyd. Fanum …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 13TRIBONIUM — Graece Τρίβων et Τριβώνιον, Philosophorum pallium fuit, Lucianus Timone, Ο῾ δὲ Τρίβων οὗτος πορφυρίδος ἀμείνων, Pallium, quâvis purpurâ potius. Cum vero pallium totius gentis Graecorum communis habitus eslet, ii, qui severiorem Philosophiam… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 14Litotes — In rhetoric, litotes (  /ˈlaɪt …

    Wikipedia

  • 15εξωτερικός — ή, ό (AM ἐξωτερικός, ή, όν) [εξώτερος] αυτός που βρίσκεται στην εξωτερική επιφάνεια, που υπάρχει προς τα έξω («εξωτερική σκάλα») νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει βάθος, επιφανειακός, επιπόλαιος 2. αυτός που αναφέρεται στις σχέσεις με τους ξένους… …

    Dictionary of Greek

  • 16επιδεκτικός — ή, ό (AM ἐπιδεκτικός, ή, όν) [επιδέχομαι] αυτός που επιδέχεται κάτι, που μπορεί να δεχθεί κάτι («επιδεκτικός μαθήσεως», «επιδεκτικός θεραπείας, διορθώσεως» κ.λπ.) αρχ. 1. κατάλληλος να έχει κάτι («οὔτε γὰρ ἡ τῆς χώρας φύσις πόλεων ἐπιδεκτικὴ… …

    Dictionary of Greek

  • 17κριτής — ο (AM κριτής) [κρίνω] 1. αυτός που κρίνει και αποφασίζει ή αποφαίνεται για κάτι, δικαστής, διαιτητής, τεχνοκρίτης, πραγματογνώμονας κ.λπ. (α. «οι κριτές δυσκολεύτηκαν να επιλέξουν το καλύτερο τραγούδι» β. «ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος... ὃν… …

    Dictionary of Greek

  • 18προξενώ — προξενῶ, έω, ΝΜΑ [πρόξενος] προκαλώ κάτι, γίνομαι αίτιος να γίνει κάτι (α. «ξίφος έξω από τη θήκη / πλέον ανδρείαν σού προξενεί», Σολωμ. β. «ταύτην σοι τὴν εὐδαιμονίαν προξενοῡμεν», ΚΔ γ. «οἱ ταύτην Καίσαρι τὴν τιμὴν προξενοῡντες», Πλούτ.) μσν.… …

    Dictionary of Greek

  • 19ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… …

    Dictionary of Greek

  • 20συσσιτώ — συσσιτῶ, έω, ΝΑ [σύσσιτος] τρώγω μαζί με άλλους, συντρώγω (α. «οὔτε γὰρ συσσιτήσας τούτῳ οὐδεὶς φανήσεται οὐδὲ σύσκηνος γενόμενος», Αριστοφ. β. «συσσιτοῡμεν... ἐγώ τε καὶ Μελησίας», Πλάτ.) …

    Dictionary of Greek