οὔρῳ
1ουρώ — ουρώ, ούρησα βλ. πίν. 73 …
2ουρώ — (I) (Α οὐρῶ, έω) 1. αποβάλλω τα ούρα, κατουρώ 2. αποβάλλω κάτι μαζί με τα ούρα («ούρησε αίμα») αρχ. 1. παθ. οὐροῡμαι, έομαι προκαλώ την έκκριση ούρων, είμαι διουρητικός 2. (η μτχ. τού ουδ. τού μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ οὐρούμενον το ούρημα. [ΕΤΥΜΟΛ …
3ουρώ — ούρησα, αποβάλλω ούρα, αλλ. κατουρώ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4οὐρῶ — οὐρέω make water pres subj act 1st sg (attic epic doric) οὐρέω make water pres ind act 1st sg (attic epic doric) οὐρός the watery masc gen sg (doric aeolic) …
5οὐρῷ — οὐρός the watery masc dat sg …
6οὔρω — οὔ̱ρω , ὅρος boundary masc nom/voc/acc dual (ionic) οὔ̱ρω , ὅρος boundary masc gen sg (doric ionic aeolic) οὔ̱ρω , οὖρον 1 urine neut nom/voc/acc dual οὔ̱ρω , οὖρον 1 urine neut gen sg (doric aeolic) οὔ̱ρω , οὖρον 2 limit neut nom/voc/acc dual… …
7οὔρῳ — οὔ̱ρῳ , ὅρος boundary masc dat sg (ionic) οὔ̱ρῳ , οὖρον 1 urine neut dat sg οὔ̱ρῳ , οὖρον 2 limit neut dat sg (epic ionic) οὖρος 1 fair wind masc dat sg οὖρος 2 watcher masc dat sg οὖρος 3 masc dat sg (ionic) οὖρος 4 urus masc dat sg …
8κατουρώ — (I) άω, έω (ΑΜ κατουρῶ, έω) 1. αποβάλλω ούρα, ουρώ («κυνίδιον... κατουρῆσαν πολλάκις», Λουκιαν.) 2. βρέχω κάποιον ή κάτι με τα ούρα μου (α. «το μωρό μέ κατούρησε» β. «ἅς ἐγὼ φυλάξομαι νὴ τὸν Ποσειδῶ μὴ κατουρήσωσί μου», Αριστοφ.) νεοελλ. 1.… …
9ομείχω — ὀμείχω και ὀμιχῶ και μιχῶ, έω (Α) ουρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀμείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *meiĝh «ουρώ» με προθεματικό φωνήεν ὁ και συνδέεται με αρχ. ινδ. mehati «ουρώ», αβεστ. maēzaiti, αρχ. νορβ. mīga κ.ά. Η συνηρημένη μορφή τού τ. ὀμιχῶ (και μιχῶ,… …
10οὔρωι — οὔ̱ρῳ , ὅρος boundary masc dat sg (ionic) οὔ̱ρῳ , οὖρον 1 urine neut dat sg οὔ̱ρῳ , οὖρον 2 limit neut dat sg (epic ionic) οὔρῳ , οὖρος 1 fair wind masc dat sg οὔρῳ , οὖρος 2 watcher masc dat sg οὔρῳ , οὖρος 3 masc dat sg (ionic) οὔρῳ , οὖρος 4… …