οὔροις
1οὐροῖς — οὐρέω make water pres opt act 2nd sg (attic epic doric) οὐρός the watery masc dat pl …
2οὔροις — οὔ̱ροις , ὅρος boundary masc dat pl (ionic) οὔ̱ροις , οὖρον 1 urine neut dat pl οὔ̱ροις , οὖρον 2 limit neut dat pl (epic ionic) οὖρος 1 fair wind masc dat pl οὖρος 2 watcher masc dat pl οὖρος 3 masc dat pl (ionic) οὖρος 4 urus masc dat pl …
3συνεπιφαίνω — ΜΑ 1. καθιστώ κάτι φανερό συγχρόνως με κάτι άλλο 2. μέσ. συνεπιφαίνομαι εμφανίζομαι μαζί με κάτι άλλο («τοῑς οὔροις ἐνίοτε συνεπιφαίνονται τρίχες», Ακτουάρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιφαίνω «εμφανίζω, φανερώνω»] …