οὔπως

  • 1ούπως — οὔπως ή οὔ πως και ιων. τ. οὔκως (Α) επίρρ. (επιτ. αρνήσεως) με κανέναν τρόπο, με τίποτε …

    Dictionary of Greek

  • 2οὔπως — no how indeclform (adverb) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3PSALIA — Graece ψάλια, apud Strabonem, l. 4. Τέλη δὲ οὔπως ὐπομένουσι βαρέα τȏυ τε ἐξαγομένων ἐις τὴν Κελτικὴν εντεῦθεν καὶ τȏυ ἐισαγομένων ενθένδε: τᾶτα δέ ἐςτιν ἐλεφάντινα ψάλια καὶ περιαυχενίαι καὶ λογγούρια, καὶ ὑαλᾶ σκεύη, καὶ ἄλλος ῥῶπος τοιοῦτος,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 4λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …

    Dictionary of Greek

  • 5ούκως — οὔκως (Α) ιων. τ. βλ. οὔπως …

    Dictionary of Greek