οὔποτ' ἀνδρὶ τῷδε κηρυκευμάτων μέμψει
1κηρύκευμα — κηρύκευμα, τὸ (Α) [κηρυκεύω] προκήρυξη, διάγγελμα («ὡς οὔποτ ἀνδρί τῷδε κηρυκευμάτων μέμψει», Αισχύλ.) …
1κηρύκευμα — κηρύκευμα, τὸ (Α) [κηρυκεύω] προκήρυξη, διάγγελμα («ὡς οὔποτ ἀνδρί τῷδε κηρυκευμάτων μέμψει», Αισχύλ.) …