οὑραν-ιάς
1Κωλιάς — Κωλιάς, άδος, ἡ (Α) 1. (ενν. άκρα) ακρωτήριο τής Αττικής μεταξύ Αλίμου και Γλυφάδας 2. θεότητα που λατρευόταν στο ομώνυμο ακρωτήριο και αργότερα ταυτίστηκε με την Αφροδίτη 3. εκείνη που κατοικούσε σ αυτό το ακρωτήριο 4. (ενν. γη) εξαιρετικής… …
2Μηλιάς — Μηλιάς, άδος, ἡ (Α) 1. η Μηλία γη, δηλ. είδος χώματος τής νήσου Μήλου 2. στον πληθ. αἱ Μηλιάδες α) οι νύμφες τών οπωροφόρων δένδρων, ιδίως τής μηλιάς β) οι νύμφες τών ποιμνίων γ) οι νύμφες τής θεσσαλικής χώρας Μηλίδος ή Μηλίας («πατρίαν ἄγει πρὸς …
3Τριτωνιάς — άδος, ἡ, Α η Τριτωνίς* λίμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρίτων, ωνος + κατάλ. ιάς, ιάδος (πρβλ. οὐραν ιάς)] …