οὑλώ
1ουλώ — Αναφέρεται και ως Ιουλώ. Επίθετο της Δήμητρας της προστάτιδας των «ούλων» η «ιούλων», όπως λέγονταν στην αρχαία ελληνική τα χειρόβολα από θερισμένο κριθάρι. * * * (I) οὐλῶ, έω (Α) βλ. ούλω. (II) (ΑΜ οὐλῶ, όω) [ουλή] σχηματίζω ουλή, επιφέρω… …
2ούλω — Αναφέρεται και ως Ιουλώ. Επίθετο της Δήμητρας της προστάτιδας των «ούλων» η «ιούλων», όπως λέγονταν στην αρχαία ελληνική τα χειρόβολα από θερισμένο κριθάρι. * * * οὔλω και, κατά τον Ησύχ., οὐλῶ, έω (Α) 1. είμαι ολόκληρος, ακέραιος ή υγιής,… …
3Ουλώ — Αναφέρεται και ως Ιουλώ. Επίθετο της Δήμητρας της προστάτιδας των «ούλων» η «ιούλων», όπως λέγονταν στην αρχαία ελληνική τα χειρόβολα από θερισμένο κριθάρι. * * * Οὐλώ και Ἰουλώ, ἡ (Α) προσωνυμία τής Δήμητρος, ως θεάς τών ιούλων, δηλ. τών… …
4οὐλῶ — οὐλέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) οὐλέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) …
5οὔλω — οὔ̱λω , ὅλοξ masc/neut nom/voc/acc dual (ionic) οὔ̱λω , ὅλοξ masc/neut gen sg (doric ionic aeolic) οὔ̱λω , οὖλον the gums neut nom/voc/acc dual οὔ̱λω , οὖλον the gums neut gen sg (doric aeolic) οὔ̱λω , οὖλος 1 whole masc/neut nom/voc/acc dual… …
6οὔλῳ — οὔ̱λῳ , ὅλοξ masc/neut dat sg (ionic) οὔ̱λῳ , οὖλον the gums neut dat sg οὔ̱λῳ , οὖλος 1 whole masc/neut dat sg οὔ̱λῳ , οὖλος 2 woolly masc/neut dat sg οὔ̱λῳ , οὖλος 3 destructive masc/neut dat sg …
7IULUS Anton — fil. M. Antonii Triumviri et Fulviae. Dion l. 51. Ι᾿ούλῳ διὰ Α᾿ντωνίου τῆς τε Φουλβίaς υἱεῖ, etc. Ubis recte Julus. At eidem male Julius est l. 54. et 55. ut et Suet. in Tib. Claud. c. 2. Cos. fuit cum Paulo Maximo, A. U. c. 743. Huic Horatii Oda …
8JULUS — I. JULUS Aeneae, fil. qui et Ascanius. Virg. Aen. l. 1. v. 271. At puer Astanius, cuis nuc cognomen Iulo Additur (Ilus erat, dum res stetit Ilia regno.) II. JULUS Graece Ι῎ουλος, carminis genus, quo in messe olim Ceretem et Liberam Graeci,… …
9αδούλης — ο (θηλ. ούλα και ούλισσα και ούλω, η) [άδουλος ΙΙ] αυτός που αποφεύγει την εργασία, φυγόπονος, οκνηρός, τεμπέλης, ακαμάτης …
10κατουλώ — κατουλῶ, όω (Α) συντελώ ώστε να κλείσει η πληγή και να σχηματιστεί ουλή, να μείνει μόνο το σημάδι της, επουλώνω («τὸν προσεσυριγγωμένον τόπον ἑλκώσαντας δεῑν κατουλώσαι», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οὐλῶ «χαράσσω, προξενώ ουλές»] …
- 1
- 2