οὐ ϑεμ

  • 1Θέμ' — Θέμι , Θέμις that which is laid down fem voc sg Θέμι , Θέμις that which is laid down fem voc sg Θέμι , Θέμις that which is laid down fem voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2θέμ' — θέμα , θέμα that which is placed neut nom/voc/acc sg θέμι , θέμις that which is laid down fem voc sg θέμι , θέμις that which is laid down fem voc sg θέμι , θέμις that which is laid down fem voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3θεμός — θεμός, ό (Α) (κατά τον Ησύχ.) «θεμούς διαθέσεις, παραινέσεις». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θε που αντιπροσωπεύει τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *dhē «τοποθετώ», στην οποία ανάγεται το ρ. τί θη μι (πρβλ. παθ. αόρ. β ε θέ μην), κατά τα εις μός… …

    Dictionary of Greek

  • 4-ιδα — και ίδα κατάληξη θηλυκών ονομάτων τής Νέας Ελληνικής, που προήλθε από την αιτιατική –ιδα ( ίδα) τών τριτόκλιτων ονομάτων σε ις, ιδος ( ίς, ίδος) τής αρχαίας, τής μεσαιωνικής ή τής καθαρεύουσας, είτε προσηγορικών [πρβλ. καρυάτ ις, ιδος, ιδα >… …

    Dictionary of Greek

  • 5Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …

    Deutsch Wikipedia

  • 6Мерзифон — Город Мерзифон тур. Merzifon Страна ТурцияТурция …

    Википедия

  • 7-θλον — επίθημα τής Αρχαίας Ελληνικής που μαρτυρείται σε μικρό αριθμό λέξεων, από τις οποίες ορισμένες απαντούν μέχρι σήμερα. Το θ τού επιθήματος είναι το ίδιο με αυτό που απαντά στα θμο και θρο , αλλά δεν είναι γνωστό αν πρόκειται για προσδιοριστικό τής …

    Dictionary of Greek

  • 8-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …

    Dictionary of Greek

  • 9άορ — ἄορ κ. ἆορ, το (Α) 1. εγχειρίδιο ή ξίφος κρεμασμένο από τη ζώνη 2. ξίφος 3. κάθε όπλο 4. φρ. «ἄορ τριγλώχιν» τρίαινα (Καλλίμαχος). [ΕΤΥΜΟΛ. < αείρω αρχ. σημασία «ζωστήρας όπλου». Το ο του θεμ. αποτελεί συνεσταλμένη μεταπτωτική βαθμίδα της… …

    Dictionary of Greek

  • 10άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ …

    Dictionary of Greek