οὐ χεῖρον

  • 1χεῖρον — χείρων mcaner masc/fem voc comp sg χείρων mcaner neut nom/voc/acc comp sg χείρων mcaner neut acc comp sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2χείρον' — χείρονα , χείρων mcaner neut nom/voc/acc comp pl χείρονα , χείρων mcaner masc/fem acc comp sg χείρονα , χείρων mcaner neut acc comp pl χείρονα , χείρων mcaner neut nom comp pl χείρονι , χείρων mcaner dat comp sg χείρονε , χείρων mcaner… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… …

    Dictionary of Greek

  • 4горьчаи — (33) сравн. степ. 1. Более горький на вкус: и дасть ѥмѹ нѣчто снѣсти горчѩѥ пелына. ПрЛ XIII, 38б; не вънимаи злѣ женѣ. медъ бо каплеть ѿ ѹстъ е˫а. жены любодѣици во времѩ наслажаеть твои гортань. послѣди же горчае золчи. ЛЛ 1377, 25 об. (980);… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 5κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …

    Dictionary of Greek

  • 6List of Greek phrases — List of Greek Phrases/ProverbsContents *Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω *See also NOTOC Αα (h)a ;Apolytonic|γεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω: Ageōmetrētos mēdeis eisitō .: Let no one without knowledge of geometry enter . Motto over the… …

    Wikipedia

  • 7гории — (152) сравн. степ. Худший; более суровый; более тягостный: пи˫аницѩ бѣсьнааго го||рии ѥсть. Изб 1076, 89 об.–90; и бѹдɤть ти послѣдьнѩ˫а горьшѩ пьрвыихъ. (χείρονα) Там же, 116 об.; то же ЗЦ к. XIV, 62а; нъ тѹ абиѥ въниде въ ср҃дце ѥго сотона и… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 8METRAGYRTA — Graece Μητραγύρτης, Callias vocatur Aristoteli Rhetor. ad Theodect. l. 3. c. 2. Λέγω δ᾿ δ᾿ οἷον, οὐπεὶ τὰ ἐναντία εν τῷ αὐτῷ γένει, τὸ φᾶναι τὸν μὲν πτωχεύοντα ἔυχεςθαι, τὸν δ᾿ ἐυχόμενον πτωχεύειν. ἵτι ἄμφω ἀιτήσεις, τὸ εἰρημένον ἐςτὶ ποιεῖν, Ω῾ς …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 9εναλλάξ — (AM ἐναλλάξ) επίρρ. κατά διαδοχική επανάληψη, εκ περιτροπής, μια ο ένας και μια ο άλλος («τοὺς δὲ τοιούτους ἐναλλὰξ τοτὲ μὲν χεῑρον, τοτὲ δὲ βέλτιον πράξειν», Ισοκρ.) νεοελλ. (γεωμ.) «εναλλὰξ γωνίες» αυτές που σχηματίζονται και από τη μία και από …

    Dictionary of Greek

  • 10μακρόχειρον — μακρόχειρον, τὸ (Α) χιτώνας με μακριά μανίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + χειρον (< χείρ) …

    Dictionary of Greek