οὐ μὴν οὐδέ

  • 11Клятва Гиппократа — Бюст Гиппократа, Питер Пауль Рубенс, 1638. Клятва Гиппократа  врачебная клятва, выражающая основополагающие морально этические принципы поведения врача, а также общеупотребительное название …

    Википедия

  • 12κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …

    Dictionary of Greek

  • 13ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… …

    Dictionary of Greek

  • 14αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 15INCENSUM — recentioris Latinitatis auctoribus, idem quod θυμίαμα Uranio in Arabicis, apud Steph. ubi tus hoc nomine per excellentiam denotatur, quod hodieque Eucens Galli vocant: alias in genere pro suffimento. Cuiusmodi suffimentorum s. thymiamatum usus in …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 16λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …

    Dictionary of Greek

  • 17σπείρω — ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α 1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ. β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.) 2. γονιμοποιώ,… …

    Dictionary of Greek

  • 18Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …

    Dictionary of Greek

  • 19Геоморы — (др. греч. γεωμόροι, дорийский диалект γάμοροι, от γε «земля» и μείρομαι «получаю свою долю») земледельцы, вторая из трех социальных групп афинского государства (другие две евпатриды и демиурги), социальное деление которого традиция приписывает… …

    Википедия

  • 20ABDICANDI jus — inter patriae potestatis apud Athenienses iura fuit, quam in rem scripta lex: Τοὺς γονέας κυρίους εἶναι ἀπὸνηρύτραι. Parentibus abdicare liberos ius esto, apud Demosth. in Baeot. Nec ve4ro liberos tantum, quos genuerant, sed etiam adoptivos, ut… …

    Hofmann J. Lexicon universale