οὐ κὶς

  • 31τεσσαρακοντάκις — ΝΑ (λόγιος τ.) επίρρ. σαράντα φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + επιρρμ. κατάλ. (α)κις (πρβλ. πεντ άκις)] …

    Dictionary of Greek

  • 32τεσσαρακοντακαιπεντάκις — Α επίρρ. σαράντα πέντε φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα(κις) + καί + πεντάκις] …

    Dictionary of Greek

  • 33τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… …

    Dictionary of Greek

  • 34τοσάκις — ΜΑ και ποιητ. τ. τοσσάκι Α επίρρ. τόσες φορές, τόσο συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος / τόσσος + επιρρμ. κατάλ. άκις/ ακι (πρβλ. πεντ άκις / πεντ άκι), βλ. και λ. κις] …

    Dictionary of Greek

  • 35τοσαυτάκις — Α επίρρ. τοσάκις, τόσες φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοσαῦτα, πληθ. ουδ. τής αντων. τοσοῦτος + επιρρμ. κατάλ. κις*] …

    Dictionary of Greek

  • 36τριακοντάκις — ΝΑ επίρρ. τριάντα φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + επιρρμ. κατάλ. κις (πρβλ. τετράκις)] …

    Dictionary of Greek

  • 37τρισκαιδεκάκις — Α επίρρ. δεκατρείς φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισκαίδεκα «δεκατρία» + επιρρμ. κατάλ. κις*] …

    Dictionary of Greek

  • 38τρισσάκις — ΜΑ επίρρ. τρεις φορές («τρισσάκις εὐδαίμων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισσός «τριπλός» + επιρρμ. κατάλ. (ά)κις* (πρβλ. πολλ άκις, πυκν άκις)] …

    Dictionary of Greek

  • 39άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …

    Dictionary of Greek

  • 40Κουμανία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της Ουγγαρίας. Το 1238 κατέφυγαν στην περιοχή 40.000 οικογένειες Κουμάνων (βλ. λ. Κουμάνοι) για να αποφύγουν τον μογγολικό ζυγό. Η περιοχή διαιρείται σε δύο περιφέρειες: τη Μεγάλη Κ. (Νάγκι Κουν), στα Α του Τίσα, και… …

    Dictionary of Greek