οὐ κὶς

  • 21οκτακοσιάκις — επίρρ. οκτακόσιες φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < οκτακόσια + επιρρμ. κατάλ. κις*] …

    Dictionary of Greek

  • 22οκτωκαιδεκάκις — ὀκτωκαιδεκάκις και ὀκτωκαιδεκάκι (Α) επίρρ. δεκαοκτώ φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτωκαίδεκα «δεκαοκτώ» + επιρρμ. κατάλ. κις*] …

    Dictionary of Greek

  • 23πεντεκαιδεκάκις — Α επίρρ. δεκαπέντε φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα «δεκαπέντε» + επιρρμ. κατάλ. κις*] …

    Dictionary of Greek

  • 24πεντηκοντάκις — ΝΜ επίρρ. πενήντα φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + επιρρμ. κατάλ. κις*] …

    Dictionary of Greek

  • 25πολλάκις — ΝΜΑ, επικ. και λυρ. τ. πολλάκι Α επίρρ. πολλές φορές, συχνά, επανειλημμένως («ποιεῖ δὲ τοῡτο πολλάκις τοῡ μηνός», Ξεν.) αρχ. 1. πάρα πολύ 2. (με τους υποθ. συνδ.) ίσως, πιθανώς, ενδεχομένως («ἐὰν τι πολλὰ πολλάκις πάθω», Αριστοφ.) 3. (ενάρθρως)… …

    Dictionary of Greek

  • 26πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …

    Dictionary of Greek

  • 27ποσάκις — ΝΜΑ και ποιητ. τ. ποσσάκι Α (ερωτημ.) πόσες φορές (α. «ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῑν τὰ τέκνα μου», ΚΔ β. «ποσάκις ἐν ἐλπίδι ἑκάτεροι γεγόνατε», Πλάτ.) αρχ. 1. (αόρ.) τόσες φορές 2. φρ. α) «οἱ ποσάκις ποσοὶ ἀριθμοί» οι τετράγωνοι αριθμοί β) «οἱ… …

    Dictionary of Greek

  • 28πυκνάκις — Α επίρρ. συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + επιρρμ. κατάλ. (ά)κις (πρβλ. πολλ άκις)] …

    Dictionary of Greek

  • 29σής — ητός, ὁ, ΝΑ (λόγ. τ.) λεπιδόπτερο έντομο, ο σκόρος (α. «οὐ σὴν οὐδὲ κὶς δάπτει», Πίνδ. β. «ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει», ΚΔ) αρχ. 1. ειρων. σχολαστικός γραμματικός τής Αλεξανδρινής εποχής 2. (κατά τον Ησύχ.) «σκώληξ ὁ ἐν τοῑς μελισσ(ε)ίοις… …

    Dictionary of Greek

  • 30τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που …

    Dictionary of Greek