οὐ δι' ἥμισυν

  • 1ἥμισυν — ἥμισυς half masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2SEMISSIS — pars dimidia cuiusque nummi. Semissem aureum Latini dimidium solidum dixêre, Graeci Byzantini ἡμισυν`. Unde Chaganus, postquam in singulos captivos Romanos unum petiisset νόμισμα, Mauritiô id abnuente, saltem ἀνὰ ἡμισοῦς λαβεῖν κατα ψυχην`,… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 3ήμισυς — εια, υ και μισός, ή, ό (AM ἥμισυς, εια, υ, Μ και ἥμισος, η, ον, Α δωρ. τ. ἅμισυς, εια, α και ιων. θηλ. ἡμισέη και ἡμισέα) 1. αυτός που αποτελεί το ένα από δύο ίσα μέρη ενός πράγματος ή ενός ποσού, ο μισός 2. το ουδ. ως ουσ. το ήμισυ το ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 4τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… …

    Dictionary of Greek