οὐτῶ
1οὐτῶ — οὐτάω wound imperf ind mp 2nd sg οὐτάω wound pres imperat mp 2nd sg οὐτάω wound pres subj act 1st sg (attic epic ionic) οὐτάω wound pres ind act 1st sg (attic epic ionic) οὐτάω wound imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) οὐτάζω fut ind act 1st sg… …
2οὑτῶ — ἑτῶ , ἑτός sent masc/neut gen sg (doric aeolic) ἐτῶ , ἐτάζω examine fut ind act 1st sg (attic epic ionic) …
3οὕτω — οὕτως in this way indeclform (adverb) …
4Οὕτω σέ ἀγαπῶ, ὡς ὁ νύων τὸ κρόμμυον. — См. Любит как собака палку …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5Οὐδεν οὕτω πιαίνει τόν ἵππον, ὡς βασιλέως ὀφθαλμός. — См. Хозяйский глаз смотрок! …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6χοὔτω — οὕτω , οὕτως in this way indeclform (adverb) …
7ούτως — και ούτω (ΑΜ οὕτως και οὕτω) [ούτος] (το ούτως συν. πριν από φωνήεν, ενώ το ούτω πριν από σύμφωνο) (τροπ. επίρρ.) κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, έτσι («οὕτω καὶ ὑμεῑς ποιεῑτε αὐτοῑς», ΚΔ) νεοελλ. φρ. α) «ούτως εχόντων τών πραγμάτων» κάτω από… …
8Liste griechischer Phrasen/Kappa — Kappa Inhaltsverzeichnis 1 Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· …
9Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …
10χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… …