οὐρᾰν-όροφος

  • 1χαλκόροφος — ον, Α αυτός που έχει χάλκινη οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + όροφος (< ὄροφος / ὀροφή), πρβλ. οὐραν όροφος, χρυσ όροφος] …

    Dictionary of Greek

  • 2χρυσόροφος — και χρυσώροφος, ον, Α αυτός που έχει χρυσή οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ὄροφος (πρβλ. οὐραν όροφος). Η δ. γρφ. χρυσώροφος με ω οφείλεται σε μετρικούς λόγους (πρβλ. πετρ ώροφος)] …

    Dictionary of Greek