οὐριβάτας
1ουριβάτας — οὐριβάτας, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) βλ. ορειβάτης …
2οὐριβάτας — οὐριβάτᾱς , οὐριβάτας walking the mountains masc acc pl οὐριβάτᾱς , οὐριβάτας walking the mountains masc nom sg (epic doric aeolic) οὐριβάτᾱς , οὐριβάτης masc acc pl (doric) οὐριβάτᾱς , οὐριβάτης masc nom sg (epic doric aeolic) …
3οὐριβάται — οὐριβάτας walking the mountains masc nom/voc pl οὐριβάτᾱͅ , οὐριβάτας walking the mountains masc dat sg (doric aeolic) οὐριβάτης masc nom/voc pl (doric) οὐριβάτᾱͅ , οὐριβάτης masc dat sg (doric aeolic) …
4ορειβάτης — ο, θηλ. ορειβάτις και ορειβάτισσα (ΑΜ ὀρειβάτης, Α και ὀρειβάτης και ὀρεοβάτης και ὀριβάτης καί ὀρεσσιβάτης, ποιητ. τ. οὐριβάτας, Μ θηλ. ὀρειβάτις, ιδος) νεοελλ. αυτός που επιδίδεται στην ορειβασία, αλπινιστής μσν. αρχ. αυτός που περιπλανιέται… …