οὐρηδόχος
1ουρηδόχος — οὐρηδόχος, ον (ΑΜ) βλ. ουροδόχος …
2οὐρηδόχος — masc/fem nom sg …
3οὐρηδόχον — οὐρηδόχος masc/fem acc sg οὐρηδόχος neut nom/voc/acc sg …
4οὐρηδόχα — οὐρηδόχος neut nom/voc/acc pl …
5οὐρηδόχου — οὐρηδόχος masc/fem/neut gen sg …
6οὐρηδόχῳ — οὐρηδόχος masc/fem/neut dat sg …
7ουροδόχος — ο (ΑΜ οὐροδόχος και οὐρηδόχος, ον) 1. αυτός που περιέχει ή δέχεται τα ούρα 2. φρ. «ουροδόχος κύστη» η κύστη μέσα στην οποία συγκεντρώνονται τα ούρα στα μεσοδιαστήματα τών ουρήσεων κατά την κάθοδό τους από τα νεφρά προτού εκχυθούν από την ουρήθρα …