οὐραγοί

  • 1οὐραγοί — οὐρᾱγοί , οὐραγός leader of the rearguard masc nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2КОАКТОРЫ —    • Coactōres,        1. agminis, ουραγοί; так назывались солдаты, замыкавшие отряд в походе; они наблюдали за тем, чтобы ни один солдат не бежал во время похода. Tac. hist. 2, 68;        2. exactionum и также просто К. назывались лица, которые… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 3οπισθοφύλακας — ο (Α ὀπισθοφύλαξ, ακος) 1. στρατιώτης τής οπισθοφυλακής, αυτός που φυλάει τα νώτα πορευόμενης στρατιωτικής φάλαγγας 2. στον πληθ. οι οπισθοφύλακες η οπισθοφυλακή, οι ουραγοί νεοελλ. ποδοσφαιριστής τού οποίου η αποστολή κατά τη διεξαγωγή τού αγώνα …

    Dictionary of Greek