οὐλή
1οὐλή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2ουλή — η (ΑΜ οὐλή) ίχνος που μένει επάνω στο δέρμα ύστερα από την ίαση ενός έλκους ή τραύματος μσν. αρχ. μτφ. ίχνος, σημάδι («ἡ οὐλή τῆς διαβολῆς», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. οὐλή πρέπει να έχει προέλθει από θ. *Fολ με κατάλ. σᾱ ή νᾱ. Η… …
3ουλή — η το σημάδι τραύματος ή πληγής που έκλεισε: Έχει μιαν ουλή στο πρόσωπο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4οὐλῇ — οὐλέω pres subj mp 2nd sg οὐλέω pres ind mp 2nd sg οὐλέω pres subj act 3rd sg οὐλή fem dat sg (attic epic ionic) …
5οὔλη — οὔ̱λη , ὅλοξ fem nom/voc sg (attic epic ionic) οὔ̱λη , οὖλος 1 whole fem nom/voc sg (attic epic ionic) οὔ̱λη , οὖλος 2 woolly fem nom/voc sg (attic epic ionic) οὔ̱λη , οὖλος 3 destructive fem nom/voc sg (attic epic ionic) οὐλέω imperf ind act 3rd …
6οὔλῃ — οὔ̱λῃ , ὅλοξ fem dat sg (attic epic ionic) οὔ̱λῃ , οὖλος 1 whole fem dat sg (attic epic ionic) οὔ̱λῃ , οὖλος 2 woolly fem dat sg (attic epic ionic) οὔ̱λῃ , οὖλος 3 destructive fem dat sg (attic epic ionic) …
7οὐλήν — οὐλή fem acc sg (attic epic ionic) …
8Liste griechischer Phrasen/Kappa — Kappa Inhaltsverzeichnis 1 Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· …
9ουλοποίηση — (Βιολ.). Τυπική διεργασία αναγέννησης των ιστών του ανθρώπου και των ζώων, όταν έχει θιγεί η ακεραιότητα τους. Η ουλή αντιπροσωπεύει την ίαση μιας βλάβης των ιστών. Αν και μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τα αίτια και την έκταση των βλαβών, η ο.… …
10Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …