οὐλόμενος
1ουλόμενος — οὐλόμενος, ένη, ον (Α) (ποιητ. τ. αντί ὀλόμενος) 1. καταραμένος, ολέθριος, θανατηφόρος, καταστρεπτικός («γῆράς τ οὐλόμενον», Ησίοδ.) 2. κατεστραμμένος, χαμένος, απολωλώς 3. δυστυχής «στυγερὸς γάμος ἀντιβολήσει οὐλομένης ἐμέθεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ …
2οὐλόμενος — accursed masc nom sg …
3οὐλομέναις — οὐλόμενος accursed fem dat pl …
4οὐλομένη — οὐλόμενος accursed fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
5οὐλομένην — οὐλόμενος accursed fem acc sg (attic epic ionic) …
6οὐλομένης — οὐλόμενος accursed fem gen sg (attic epic ionic) …
7οὐλομένους — οὐλόμενος accursed masc acc pl …
8οὐλομένῃ — οὐλόμενος accursed fem dat sg (attic epic ionic) …
9οὐλομένῃσι — οὐλόμενος accursed fem dat pl (epic ionic) …
10οὐλομένῃσιν — οὐλόμενος accursed fem dat pl (epic ionic) …