οὐλόκομος
1ουλόκομος — οὐλόκομος, ον (Α) σγουρομάλλης, κατσαρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + κομος (< κόμη), πρβλ. καλλί κομος] …
2οὐλόκομος — masc/fem nom sg …
3οὐλόκομον — οὐλόκομος masc/fem acc sg οὐλόκομος neut nom/voc/acc sg …
4οὐλοκόμου — οὐλόκομος masc/fem/neut gen sg οὐλοκόμης masc gen sg …
5οὐλοκόμους — οὐλόκομος masc/fem acc pl …
6οὐλοκόμων — οὐλόκομος masc/fem/neut gen pl …
7οὐλοκόμῳ — οὐλόκομος masc/fem/neut dat sg …
8κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι …
9ουλοκομώ — οὐλοκομῶ, έω (Α) [ουλόκομος] έχω σγουρά μαλλιά, είμαι σγουρομάλλης …
10ουλοκόμης — οὐλοκόμης, ὁ (Α) ουλόκομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + κόμης (< κόμη)] …