οὐκ ἐθέλω

  • 1ԿԱՄԻՄ — (մեցայ, մեա՛ց, մեցեալ, մեցօղ կամ մօղ, մել.) NBH 1 1042 Chronological Sequence: Early classical հ. βούλομαι, θέλω , ἑθέλω volo. իսկ՝ ո՛չ կամիմ, չկամիմ, οὑ θέλω, οὑκ ἑθέλω nolo, non vis. եւ եւս δοκέω , εὑδοκέω complaceo, approbo αἰρέω eligo ἁξιόω… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 2θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …

    Dictionary of Greek