οὐκέτι ἀνεβάλλοντο μὴ τὸ πᾶν οὐ μηχανήσασθαι

  • 1μη ου — μὴ οὐ (Α) εκφράζει άρνηση η οποία ενέχει την έννοια υποψίας κακού, κυρίως μετά από ρήματα που δηλώνουν φόβο ή και προσδοκία κακού («δείδω, μὴ oὔ τίς τοι ὑπόσχηται τόδε ἔργον», Ομ. Ιλ.) 2. (με απρμφ.) χρησιμοποιείται: α) μετά από άρνηση που… …

    Dictionary of Greek