οὐδ-ο-τι-οῦν

  • 1λαγόπους — ουν και λαγώπους, ουν (Α λαγώπους, ουν) 1. λαγοπόδαρος, αυτός που τα πόδια του μοιάζουν με τού λαγού 2. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λαγόπους ή λαγώπους γένος ορνιθόμορφων πτηνών τής οικογένειας φασιανίδες, τού οποίου στην Ελλάδα ζουν δύο είδη κοινώς… …

    Dictionary of Greek

  • 2δύσνους — ουν (AM δύσνους, ουν Α και οος, οον) νεοελλ. βραδύνους μσν. το ουδ. ως ουσ. το μίσος, η έχθρα αρχ. δυσμενής …

    Dictionary of Greek

  • 3εξάπους — ουν και εξάποδος, η, ο (AM ἑξάπους, ουν) 1. αυτός που έχει έξι πόδια 2. το ουδ. ως ουσ. τα εξάποδα τα έντομα ή ζώα που έχουν έξι πόδια 3. αυτός που έχει μήκος έξι ποδών, εξάπεδος 3. (μετρ.) ο στίχος που αποτελείται από έξι μετρικούς πόδες… …

    Dictionary of Greek

  • 4εύνους — ουν (ΑΜ εὔνους, ουν, εὔνοος, οον) αυτός που διάκειται ευνοϊκά, ο ευμενής, ο φιλικός (α. «κτημάτων πάντων ἐστὶ τιμιώτατον ἀνὴρ φίλος συνετός τε καὶ εὔνοος», Ηρόδ. β. «οἱ ἐμοὶ εὖνοι» αυτοί που είναι φιλικοί προς εμένα, οι φίλοι μου, Ξεν. γ. «τὴν… …

    Dictionary of Greek

  • 5εύχρους — ουν (ΑΜ εὔχρους, ουν και εὔχροος, οον) 1. αυτός που έχει καλό, ωραίο χρώμα, ο εύχρωμος 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ανθηρή, ρόδινη, ζωηρή όψη, που είναι γεμάτος υγεία, ο υγιέστατος νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔχρουν εὔχροια*, ωραίο, υγιές… …

    Dictionary of Greek

  • 6κουφόνους — ουν (Α κουφόνους, ουν) ελαφρόμυαλος, αστόχαστος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κουφόνουν η κουφόνοια* («τῷ Καρχηδονίων κουφόνῳ», Αππ.) επίρρ... κουφόνως (Α) αστόχαστα, απερίσκεπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (ΙΙ)* + νοῦς (πρβλ. κρυψί νους, μικρό νους)] …

    Dictionary of Greek

  • 7οκτάπους — ουν (ΑΜ ὀκτάπους και ὀκτώπους, ουν) 1. αυτός που έχει οκτώ πόδια 2. το αρσ. ως ουσ. ο οκτάπους και οκτώπους ζωολ. το χταπόδι νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οκτάποδα ζωολ. τα οκτώποδα αρχ. 1. αυτός που έχει μήκος ίσο με οκτώ πόδια 2. αυτός που …

    Dictionary of Greek

  • 8υψίνους — ουν / ὑψίνους, ουν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ὑψίνοος, ον, Α υψηλόφρων νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υψίνουν υψίνοια, υψηλοφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + νόος / νοῦς (πρβλ. πολύ νους)] …

    Dictionary of Greek

  • 9βραδύπλους — ουν αυτός που πλέει αργά, ο αργοτάξιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + πλους < πλους < πλέω. Η λ. στο ουδ. βραδύπλουν (πλοίον) μαρτυρείται από το 1888 στον Σπυρ. Τρικούπη] …

    Dictionary of Greek

  • 10καστανόχρους — ουν και οος, οον 1. καστανός, καστανόχρωμος 2. το ουδ. ως ουσ. το καστανόχρουν το καστανό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανο + χρους (< χροος < χρῶς «χρώμα»), πρβλ. καλό χρους, φαιό χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1810 στους αδελφούς Καπετανάκη] …

    Dictionary of Greek