οὐδήεις
1ουδήεις — οὐδήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που βρίσκεται πάνω στη γη, επίγειος («Κίρκη... δεινὴ θεὸς οὐδήεσσα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖδας «έδαφος» + κατάλ. ήεις. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί αὐδήεις] …
2οὐδήεσσα — οὐδήεις terrestrial fem nom/voc sg …
3οὐδήεσσαι — οὐδήεις terrestrial fem nom/voc pl …
4οὐδήεσσαν — οὐδήεις terrestrial fem acc sg …
5-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …