1ουδέκοτε — οὐδέκοτε (Α) ιων. τ. βλ. ουδέποτε …
Dictionary of Greek
2οὐδέκοτε — οὐδέποτε and not ever ionic (indeclform adverb) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3ουδέποτε — (ΑΜ οὐδέποτε, Α ιων. τ. οὐδέκοτε δωρ. τ. οὐδέποκα και, στον Όμ., οὐδέ ποτε) επίρρ. ούτε μια φορά, ποτέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + ποτέ (πρβλ. μηδέ ποτε)] …
Dictionary of Greek