οὐδὲ τὰ τρία στησιχόρου

  • 1στησίχορος — Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Ιμέρα, Σικελία γύρω στα 630 π.Χ. – γύρω στα 555). Το όνομά του ήταν Τεισίας, αλλά του δόθηκε το επίθετο «Στησίχορος» (οργανωτής του χορού), γιατί εφεύρε ή συστηματοποίησε τη χρήση της στροφικής τριάδας (στροφή, αντιστροφή …

    Dictionary of Greek