οὐδεμία

  • 11Déclinaisons Du Grec Ancien — Le grec ancien est une langue flexionnelle dans laquelle le « système nominal » (principalement les noms, les pronoms et les déterminants) est doté d une morphologie riche. On compte cinq cas en grec ancien, associés principalement aux… …

    Wikipédia en Français

  • 12Déclinaisons du grec ancien — Le grec ancien est une langue flexionnelle dans laquelle le « système nominal » (principalement les noms, les pronoms et les déterminants) est doté d une morphologie riche. On compte cinq cas en grec ancien, associés principalement aux… …

    Wikipédia en Français

  • 13никыиже — (173) мест. отриц. Никакой, ни один: и ѹбогыи почиѥть на гробѣ твоѥмь. и никоѥгоже врѣда прииметь. Изб 1076, 52; ни маѯимѹ еп(с)пѹ быти. ни нарицатисѧ. ни сщ҃еныимъ отъ нѥго всѣмъ ни въ коѥмьже степене (ἐν οἱῳδήποτε βαϑμῷ) КЕ XII, 26а; Да˫аниѥ… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 14MOPSUS — I. MOPSUS Deus Cilicum, cui divinos honores exhibebant, ut est apud Origenem l. 3. contr. Celsum; et ante eum ita Tertullian. de Anima, c. 46. Nam et oraculis hoc genus stipatus est orbis, ut Amphiarai apud Oropum. Mopsi in Cilicia, etc. Sed quis …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 15ιερώνω — και ιερώ (ΑΜ ἱερῶ, όω και άω, δωρ. τ. ἱαρόω, παθ. τ. ἱεροῡμαι, όομαι και ἱερῶμαι, άομαι και ιων. ἱράομαι και δωρ. ἱερεοῡμαι, όομαι) κάνω κάτι ιερό, αφιερώνω, καθιερώνω, κάνω ανάθημα (νεοελλ. μσν.) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ιερωμένος αυτός που …

    Dictionary of Greek

  • 16μνήμη — Όρος που υποδηλώνει τη χαρακτηριστική ιδιότητα του ανθρώπου και των ζώων να διατηρούν ίχνη (παραστάσεις) των εμπειριών τους. Γι’ αυτό η μ. εμπλέκεται στη διαδικασία της μάθησης. Η δραστηριότητα της μ. εξελίσσεται σε φάσεις που διαδέχονται η μια… …

    Dictionary of Greek

  • 17ουσιώ — οὐσιῶ, όω (Α) [ουσία] 1. δίνω υπόσταση, δημιουργώ 2. παθ. οὐσιοῡμαι, όομαι υπάρχω ή έχω ουσία («φωνὴ οὐδεμία οὐσίωται, εὐτυχεῑν δὲ καὶ δυστυχεῑν οὐσίαις τισὶν ἐπιλέγεται», Ευστ.) …

    Dictionary of Greek

  • 18ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …

    Dictionary of Greek

  • 19προφορά — η, ΝΜΑ [προφέρω] ο τρόπος που προφέρει, που εκφωνεί κανείς φθόγγους, λέξεις ή φράσεις, η άρθρωση φθόγγων, λέξεων, φράσεων (α. «έχει ξενική προφορά» β. «φωτὶ γὰρ πρὸς φῶς... οὐδεμία, οὔτε κατὰ τὴν προφοράν, οὔτε κατ αὐτὴν τὴν ἔννoιαν, ἔστι… …

    Dictionary of Greek

  • 20Βλαντ — (Vland).Όνομα τεσσάρων ηγεμόνων της Βλαχίας, ο σπουδαιότερος από τους οποίους είναι ο Β. Α’ (1430; – 1476). Ο Β. Α’ αντιτάχθηκε στην πολιτική υπεροχή των Βογιάρων και υποστήριξε τους εμπόρους και τους μικροϊδιοκτήτες της γης, μερικοί από τους… …

    Dictionary of Greek