οὐδαμῆ
1ουδαμή — οὐδαμῇ, δωρ. τ. οὐθαμεῑ (Α) επίρρ. 1. σε κανένα μέρος, πουθενά 2. προς καμία κατεύθυνση 3. με κανέναν τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. ῇ (πρβλ. πανταχ ή)] …
2οὐδαμῆ — indeclform (adverb) …
3οὐδαμῇ — nowhere indeclform (adverb) οὐδαμός not any one fem dat sg (attic epic ionic) …
4οὐδαμή — οὐδαμός not any one fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
5κοὐδαμῇ — οὐδαμῇ , οὐδαμῇ nowhere indeclform (adverb) οὐδαμῇ , οὐδαμός not any one fem dat sg (attic epic ionic) …
6οὐδαμῆι — οὐδαμῇ , οὐδαμῇ nowhere indeclform (adverb) οὐδαμῇ , οὐδαμός not any one fem dat sg (attic epic ionic) …
7κοὐδαμῆ — οὐδαμῆ , οὐδαμῆ indeclform (adverb) …
8οὐδαμᾶ — οὐδαμῆ doric (indeclform adverb) …
9αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… …
10ουθαμεί — οὐθαμεῑ (Α) (δωρ. τ.) βλ. ουδαμή …
- 1
- 2