οὐδαμόϑεν μαϑών
1ουδαμόθεν — (Α οὐδαμόθεν) επίρρ. από κανένα μέρος, από πουθενά («οὐδαμόθεν μαθών», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. μηδαμό θεν)] …
1ουδαμόθεν — (Α οὐδαμόθεν) επίρρ. από κανένα μέρος, από πουθενά («οὐδαμόθεν μαθών», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. μηδαμό θεν)] …