οὐδ' ῃβαιόν el
1ηβαιός — ἠβαιός, ά, όν (Α) (ιων. τ. τού βαιός) (συνήθ. με το αρνητικό ουδέ) 1. μικρός, λίγος («οὔ οἱ ἔνι φρένες, οὐδ ἠβαιαί» δεν έχει μυαλό, ούτε λίγο, Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἠβαιόν καθόλου («οὐδ ἠβαιόν», Ομ. Οδ.) 3. φρ. «ἠβαιὸν ἀπὸ σπείους» σε… …
2ου μεν — oὐ μέν (Α) (ως επίταση τής άρνησης χωρίς να ακολουθεί το δέ) βεβαίως όχι, όχι αληθινά («οὐ μὲν σε χρὴ ἔτ αἰδοῡς, οὐδ ἡβαιόν» δεν είναι βέβαια ανάγκη πλέον να ντρέπεσαι, Ομ. Οδ.) …
3παυσωλή — ἡ, Α η ανάπαυση, η παύση («οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται οὐδ ἡβαιόν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. παυσ τού παύω (πρβλ. τον αόρ. ἔ παυσ α και τα σύνθ. με παυσ[ι] ) με την κατάλ. ωλή (η οποία πιθ. συνδέεται με χεττιτ. el, λατ …