οἷος
1όιος — ὄϊος, ΐα, ον (Α) [όις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρόβατο, πρόβειος («γάλα ὄϊον», Ιπποκρ.) 2. παροιμ. «οἰὸς οἰότερον» πιο βλάκας και από πρόβατο …
2οἶος — alone masc nom sg …
3οἷος — such as masc nom sg …
4οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… …
5οἰός — ὄις sheep masc/fem gen sg (attic epic) …
6ὄιος — ὄις sheep masc/fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …
7Οἱος ὁ βίος τοιοῦτος καὶ ὁ λόγος. — См. Знать человека по речам …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
8Οὐδ’ ἂν τρὶ’ εἰπεῖν, ῥήμαθ’ οἶος τ’ ᾗν. — οὐδ’ ἂν τρὶ’ εἰπεῖν, ῥήμαθ’ οἶος τ’ ᾗν. См. Трех слов связать не может …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
9οἵω — οἷος such as masc/neut nom/voc/acc dual οἷος such as masc/neut gen sg (doric ionic aeolic) …
10οἵων — οἷος such as fem gen pl οἷος such as masc/neut gen pl …