οἷος
121οιογένεια — οἰογένεια, ἡ (Α) μοναχοκόρη, μονογενής θυγατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + γένεια (< γενής < γένος), πρβλ. ευ γένεια, τριτο γένεια] …
122οιονεί — (Α οιονεί δ.γρφ. οἱονανεί, δωρ. τ. οἷον αἰ) κατά κάποιο τρόπο, σαν να («ἀλλ ἐοικυῑα οἱονεὶ ἔντερον εὖρος ἔχον», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «οιονεί νομή» (νομ.) μορφή νομής που αποτελεί μερική φυσική εξουσίαση τού πράγματος η οποία ασκείται με διάνοια… …
123οιοπέδη — οἰοπέδη, ἡ (Α) είδος μάλλινου επιδέσμου που χρησιμοποιούνταν, κυρίως, για τα τραύματα τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὄις / οἶς, οἰός «πρόβατο» + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχο πέδη)] …
124οιοπέδιλος — οἰοπέδιλος, ον (Α) αυτός που φορά ένα πέδιλο μόνον, μονοσάνδαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + πέδιλον (πρβλ. μονο πέδιλος)] …
125οιοσδήποτε — οιαδήποτε, οιονδήποτε (ΑΜ οἱοσδήποτε, οἱαδήποτε, οἱονδήποτε) (αντων.) οποιοσδήποτε, όποιος και αν είναι («οιοσδήοτε βεβιασμένος χειρισμός συνεπάγεται επιδείνωση τής κατάστασης»). επίρρ... οἱωσδήποτε (ΑΜ) με οποιονδήποτε τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἷος… …
126οιοσδήπως — οἱοσδήπως, οἱαδήπως, oἱoνδήπως (ΑΜ) (αντων.) οποιοσδήποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἵος (ΙΙ) + δή + πως] …
127οιοσδήτις — οἱοσδήτις, οἱαδήτις, οἱονδήτις (ΑΜ) (αντων.) οποιοσδήποτε, οιοσδήποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἵος (II) + δη + τις] …
128οιοσούν — οἱοσοῡν, οἱασοῡν, οἱονσοῡν (ΑΜ) (αντων.) οποίος λοιπόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἷος (II) + οὖν «λοιπόν»] …