οἷος

  • 111ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) …

    Dictionary of Greek

  • 112οία — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Αίγινας. Οι Αιγινήτες είχαν φυλάξει εκεί τα ξόανα της Δαμίας και της Αυξίας (Δήμητρας και Περσεφόνης), για να τα προστατέψουν από την επιδρομή των Επιδαυρίων. 2. Μία από τις δύο πόλεις της θήρας. Από τις… …

    Dictionary of Greek

  • 113οίνη — (I) οἴνη, δωρ. τ. οἴνα, ἡ (Α) 1. η άμπελος («oἱ δ ἐτρύγων οἴνας, δρεπάνας ἐν χερσίν ἔχοντες», Ησίοδ.) 2. οίνος, κρασί («οἴνης σκύφον προτείνων», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος, κατά τα θηλ. σε η]. (II) οἴνη, ἡ (Α) 1. ο αριθμός ένα στα ζάρια, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 114οίον — (I) (Α οἷον) επίρρ. βλ. οίος …

    Dictionary of Greek

  • 115οιάπερ — οἷάπερ (Α) παρά το γεγονός ότι, μολονότι, αν και. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἷα, ουδ. τής αναφ. αντων. οἷος, οἷα, οἷον + περ (πρβλ. επείπερ)] …

    Dictionary of Greek

  • 116οιέανος — οἰέανος, ον (Α) αυτός που έχει μόνο ένα ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + ἐανός «κομψός» (για ενδύματα)] …

    Dictionary of Greek

  • 117οιαδόν — οἰαδόν (Α) επίρρ. κατά μόνας, ξεχωριστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + επιρρμ. κατάλ. αδόν (πρβλ. μον αδόν)] …

    Dictionary of Greek

  • 118οινόπεδος — οινόπεδος, ον (ΑΜ, Α θηλ. και έδη) αυτός που έχει έδαφος κατάλληλο για παραγωγή οίνου, αυτός που έχει χώρα αμπελοφόρο, οινοφόρο αρχ. 1. αυτός που παράγει άφθονο οίνο 2. (το θηλ. και το ο υ δ. ως ουσ.) ἡ οἰνοπέδη και τὸ οἰνόπεδον αμπελοφόρος γη,… …

    Dictionary of Greek

  • 119οιοβουκόλος — οἰοβουκόλος, ον (Α) (ποιητ. τ.) (για τον Αργό που είχε την εντολή να φυλάει την Ιώ) αυτός που βόσκει μία μόνο νεαρή αγελάδα («ποῑον πανόπτην οἰοβουκόλον λέγεις;», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + βουκόλος «βοσκός»] …

    Dictionary of Greek

  • 120οιοβώτας — οἰοβώτας, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. αυτός που τρέφεται, που βόσκει μόνος του 2. μτφ. (για τον Αίαντα) αυτός που περιπλανιέται μόνος («νῡν δ αὖ φρενὸς οἰοβώτας φίλοις μέγα πένθος ηὕρηται», Σοφ.) 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «οἰοβώτης, αὐθαίρετος, ὡς ἂν εἴπη …

    Dictionary of Greek