οἷον ὡς οἱονεί
1οίον αι — οἷον αἰ (Α) (δωρ. τ.) επίρρ. βλ. οιονεί …
2οιονεί — (Α οιονεί δ.γρφ. οἱονανεί, δωρ. τ. οἷον αἰ) κατά κάποιο τρόπο, σαν να («ἀλλ ἐοικυῑα οἱονεὶ ἔντερον εὖρος ἔχον», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «οιονεί νομή» (νομ.) μορφή νομής που αποτελεί μερική φυσική εξουσίαση τού πράγματος η οποία ασκείται με διάνοια… …
3νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …
4οιόνπερ — οἷόνπερ, δ. γρφ. οἱονπερεί (Α) επίρρ. σαν να, οιονεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἷον «όπως, καθώς» + περ, βεβαιωτικό μόριο. Ο τ. οἱονπερεί < οἷόνπερ + εἰ] …
5ՈՐՊԻՍԻ — (սւոյ, սեաց.) NBH 2 0537 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c ա. ՈՐՊԻՍԻ ՈՐՊԻՍԻ. οἶος, ὀποῖος qualis, le ποῖος; qualis, le? (վերբերական, եւ հարցական.) Որ գունակ. զի՞նչպիսի. ի՞նչ կերպ, ինչ կերպ որ. ... *Նեղութիւն մեծ,… …