οἶτον

  • 1οἶτον — οἶτος fate masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2DACTYLIOMANTIA — Graece Δακτυλιομαντεία, divinatio quae annulo peragebatur. Cuius exemplum insigne apud Amm. Marcellin. exstat l. 29. ubi de Valentis successore a Patricio et Hilario sic quaesitum refert: Construximus ad cortinae similitudinem Delphicae, diris… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 3έλεγος — ἔλεγος, ο (Α) 1. θρηνητικό τραγούδι, θρήνος («ὄρνις ἀλκυὼν ἔλεγον οἶτον ἀείδεις» αηδόνι μοιρολογάς, τραγουδάς πένθιμο τραγούδι, Ευρ.) 2. ποίημα σε ελεγειακά δίστιχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το έλεγος ήταν πένθιμο τραγούδι με την συνοδεία αυλού. Η άποψη τών… …

    Dictionary of Greek

  • 4ίτον — ἴτον, τὸ (Α) είδος μύκητα, μανιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. θρακική ονομασία είδους μύκητα που προέρχεται πιθ. από Fίτον (πρβλ. γλώσσα Ησύχ. οὐϊτόν, τὸ ὑπ ἐνίων οἰτόν)] …

    Dictionary of Greek

  • 5οίτος — οἶτος, ὁ (Α) (επικ. τ.) 1. πεπρωμένο, συμφορά, θάνατος («οἵ κεν δὴ κακὸν οἶτον ἀναπλήσαντες ὄλωνται», Ομ. Ιλ.) 2. τύχη, μοίρα.. [ΕΤΥΜΟΛ. Δύο απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. τής λ. οἶτος. Κατά μία άποψη, η λ. θεωρείται παράγωγο τού εἶμι… …

    Dictionary of Greek