οἶστρος ἀν
1οἶστρος — gadfly masc nom sg …
2οίστρος — ο (ΑΜ οἶστρος) 1. μεγάλη μύγα, κυκλόρραφο έντομο, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί γένος τής οικογένειας οίστρίδες και τού οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις… …
3οίστρος — ο 1. είδος εντόμου, βοϊδόμυγα, αλλ. ντάβανος (βλ. λ.). 2. άλλο έντομο, αλλ. αλογόμυγα. 3. μτφ., διέγερση, μανία: Οίστρος ακολασίας. 4. ενθουσιασμός, έμπνευση, κέφι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4οἶστρε — οἶστρος gadfly masc voc sg …
5οἶστροι — οἶστρος gadfly masc nom/voc pl …
6οἶστρον — οἶστρος gadfly masc acc sg …
7Estrous cycle — Oestrus is also the biological genus name of the gadfly. The estrous cycle (also oestrous cycle; derived from Latin oestrus and originally from Greek οἶστρος meaning sexual desire) comprises the recurring physiologic changes that are induced by… …
8οιστρίδες — (Oestridae). Οικογένεια δίπτερων εντόμων του γένους οίστρος. Οι ο. είναι μύγες που παρασιτούν στο τριχωτό δέρμα των θηλαστικών, το οποίο τρυπούν για να αποθέσουν τα αβγά τους. Το κεφάλι τους είναι δυσανάλογα μεγάλο ως προς το σώμα και καταλήγει… …
9φίλοιστρος — ον, Α 1. αυτός που θέλει να διακατέχεται από οίστρο, από μανία 2. (κυρίως) αυτός που θέλει να καταλαμβάνεται από την παράφορη έκσταση η οποία κυριεύει τους οπαδούς τού Βάκχου και τής Κυβέλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οἶστρος «μανία, τρέλα,… …
10ястреб — род. п. а, укр. ястрiб, яструб, также ястер, др. русск., цслав. ɪастрѧбъ (Златостр., ХII в., РП, 1282 г. и др.; см. Соболевский, Лекции 82), сербохорв. jа̏стриjеб, мн. jа̏стребови, прилаг. jастрѐбаст пестрый, крапчатый (как коршун) , словен.… …