οἶσαξ
1οίσαξ — οἴσαξ, ἡ (Μ) οισύα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶσος «είδος ιτιάς» + επίθημα αξ, ακος, που απαντά συχνά σε ον. φυτών (πρβλ. θρίδ αξ, στύρ αξ] …
2οἴσακα — οἴσαξ fem acc sg …
3σμίλος — ἡ, Α το φυτό μίλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σμῖλαξ. Για τους παρλλ. τ. σμῖλος: σμῖλαξ, πρβλ. οἶσος: οἶσαξ, ὄροβος: ὀρόβαξ] …