οἶνος πρὸς παραμονὴν ἐπιτήδειος

  • 1παραμονή — η, ΝΜΑ [παραμένω] 1. το να βρίσκεται κανείς σε έναν τόπο συνεχώς, η διαμονή («γνώρισε πολλούς ανθρώπους κατά την παραμονή του στο εξωτερικό) 2. το να μένει κάποιος ή κάτι επί πολύ χρόνο στην ἴδια κατάσταση, διατήρηση (α. «η παραμονή του στην… …

    Dictionary of Greek