οἶκος

  • 61Βρετάνη — (Bretagne). Διοικητική περιφέρεια (27.209 τ. χλμ., 2.906.197 κάτ. το 1999) της βορειοδυτικής Γαλλίας, που αντιστοιχεί περίπου με την ομώνυμη χερσόνησο και βρέχεται από τα νερά της Μάγχης (κόλπος Σεν Μαλό) στα Β και του Ατλαντικού στα Δ και Ν.… …

    Dictionary of Greek

  • 62Βριένιοι — Γαλλικός ηγεμονικός οίκος, που ιδρύθηκε στα τέλη του 10ου αι. στην πόλη Μπριέν της Γαλλίας. Ο οίκος αυτός έχει συνδέσει το όνομά του με την Αθήνα, καθώς πολλοί εκπρόσωποί του υπήρξαν δούκες της στα χρόνια της φραγκοκρατίας. Οι σημαντικότεροι ήταν …

    Dictionary of Greek

  • 63Γκριμάλντι — I (Grimaldi).Επώνυμο οικογένειας ευγενών από τη Γένοβα. Το όνομα αναφέρεται για πρώτη φορά σε έγγραφο του 1158. Ο Γκριμό (Γκριμάλντους) διετέλεσε κυβερνήτης του Μονακό, το 1219. Αργότερα, ο δισέγγονός του Ρενιέ A’, αφού εκδιώχθηκε από τη Γένοβα,… …

    Dictionary of Greek

  • 64Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …

    Dictionary of Greek

  • 65Νάσαου — (Nassau). Πόλη της Γερμανίας, στο κρατίδιο Έσεν. Από την ονομασία της πόλης πήρε το όνομά του ένας οίκος ευγενών. Ο τίτλος των κομητών του Ν. εμφανίστηκε το 1160 με τον Ρουπέρτο B’. Αργότερα, με τις διάφορες κληρονομιές, οι κτήσεις διαιρέθηκαν,… …

    Dictionary of Greek

  • 66Ουάσινγκτον — I (Washington). Πόλη (617000 κάτ. αλλά περισσότεροι από 3 700 000 στο πολεοδομικό συγκρότημα), πρωτεύουσα των Ηνωμένων Πολιτειών. Βρίσκεται στο Διαμέρισμα Κολούμπια, ένα μικρό ομοσπονδιακό έδαφος (174 τ. χλμ.), στη συμβολή του Ανακόστια με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 67Τρεμούγι — (de la Trémouill). Οίκος γνωστός στην ιστορία της Γαλλίας, καθώς και της Ελλάδας κατά την εποχή της φραγκοκρατίας. Από τον οίκο της Ελλάδας αναφέρονται από τους χρονικογράφους της εποχής, με τα ελληνοποιημένα ονόματά τους, ο Ωδεβέρτος, βαρόνος… …

    Dictionary of Greek

  • 68οἴκω — ἔοικα as perf subj act 1st sg (ionic) οἴ̱κω , οἶκος house masc nom/voc/acc dual οἴ̱κω , οἶκος house masc gen sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 69ГИМНОГРАФИЯ — [греч. ὑμνογραφία песнотворчество, от ὕμνος гимн, песнь и γράφω писать], в христ. богослужении небиблейские поэтические тексты, предназначенные для исполнения (в первую очередь певч.) в определенные моменты служб. Жанры церковной Г. разнообразны… …

    Православная энциклопедия

  • 70весь — I деревня , др. русск., ст. слав. вьсь κώμη, χωρίον (Клоц., Супр.), словен. vàs, чеш. ves, слвц. ves, польск. wies, в. луж. wjes, н. луж. wjas. Родственно лтш. vìesis пришелец, чужеземец , лит. viẽšpat(i)s господь , viẽškelis (большая) дорога …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера