οἶκος

  • 41THALAMUS — Graece Θάλαμος, item θαλάμη: quae tamen sic distinguit Ammonius, ut θαλάμαι proprie sint delubra Dioscurorum, imo omnium Deorum interiores cellae, Dearum praeprimis, quae alias καλύβαι, παςοις i. e. velis plumariô opere varieg atis clausae, de… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 42Μοσσύνοικοι — Μοσσύνοικοι, οι (Α) ασιατικός λαός που κατοικούσε στα νοτιοανατολικά τής Μαύρης Θάλασσας, κοντά στους Κόλχους και Τιβαρηνούς, και ο οποίος πήρε την ονομασία του από τους μόσσυνας, δηλ. τους ψηλούς ξύλινους πύργους, στους οποίους κατοικούσαν.… …

    Dictionary of Greek

  • 43έποικος — ο (AM ἔποικος, ον) 1. αυτός που εγκαθίσταται μόνιμα σε ήδη κατοικημένη περιοχή 2. εκείνος που εγκαθίσταται από το κράτος σε απαλλοτριωμένη ή κατακτημένη περιοχή μσν. κάτοικος αρχ. 1. ξένος, αυτός που έρχεται από άλλη χώρα και δεν έχει πολιτικά… …

    Dictionary of Greek

  • 44αλίοικος — ἁλίοικος, ον (Α) αυτός που έχει ως κατοικία τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἃλς) + οικος < οἶκος] …

    Dictionary of Greek

  • 45αμάξοικος — ἁμάξοικος, ον (Α) αυτός που κατοικεί σε άμαξα, ο αμαξόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + οἶκος < οἶκος] …

    Dictionary of Greek

  • 46γαστρίοικος — γαστρίοικος, ον (Μ) αυτός που κατοικεί στην κοιλιά, που έχει την έδρα του στην κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ ( στρός) + οικος < οίκος] …

    Dictionary of Greek

  • 47δόμος — και ντόμος, ο (AM δόμος) οριζόντια σειρά λίθων ή πλίνθων σε οικοδομή νεοελλ. 1. θόλος τών καθολικών εκκλησιών 2. ναός καθολικών 3. δερμάτινα λουριά που τοποθετούνται κάτω από το υπόδημα για να διευκολύνουν το βάδισμα στα δύσβατα μέρη αρχ. μσν. 1 …

    Dictionary of Greek

  • 48εκδότης — Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει να κάνει γνωστό ένα ανέκδοτο έργο ή να παρουσιάσει –αναθεωρημένο ή επιμελημένο ξανά– ένα κείμενο ήδη γνωστό. Η σύγχρονη σημασία της έκδοσης, ως συνόλου αντιτύπων του ίδιου έργου, συνδέεται με την εφεύρεση της τυπογραφίας …

    Dictionary of Greek

  • 49μετάνοια — Πράξη με τη βοήθεια της οποίας αποκαθίστανται στις διάφορες θρησκείες οι σχέσεις μεταξύ θεότητας και ανθρώπου, οι οποίες διαταράχτηκαν στα πλαίσια κάποιας αμαρτίας. Τόσο στην Ορθόδοξη όσο και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η μ. αποτελεί ένα από τα… …

    Dictionary of Greek

  • 50οικία — Οικοδομή που χρησιμεύει για κατοικία. Βλ. λ. σπίτι. * * * η (ΑΜ οἰκία, Α ιων. τ. οἰκίη, κρητ. και λοκρικός τ. Fοικία) στεγασμένος χώρος ειδικά διαρρυθμισμένος για τη διαμονή τής οικογένειας, εστία τής οικογενειακής ζωής, σπίτι («οἰκίας τε… …

    Dictionary of Greek