οἶκος

  • 21υπέροικος — ον, Α αυτός που κατοικεί πάνω ή πέρα από κάποιον ή από κάτι («τῶν ὑπεροίκων τῆς χώρης», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + οἶκος (πρβλ. κάτ οικος, μέτ οικος)] …

    Dictionary of Greek

  • 22φερέοικος — η, ο / φερέοικος, ον, ΝΜΑ, και φέροικος, ὁ, Α 1. (για ζώο) αυτός που κουβαλά μαζί του το σπίτι του, όπως λ.χ., το σαλιγκάρι ή η χελώνα 2. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία, περιπλανώμενος αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ φερέοικος·α) είδος… …

    Dictionary of Greek

  • 23ωλεσίοικος — και ὀλεσίοικος, ον, ΜΑ (ποιητ. τ.) 1. αυτός που καταστρέφει το σπίτι του, την οικογένειά του 2. αυτός που διασπαθίζει, που κατασπαταλά την περιουσία του. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι τού ὄλλυμι «καταστρέφω»… …

    Dictionary of Greek

  • 24Αραγονία — (Aragόn). Διοικητική περιφέρεια (επίσημα, αυτόνομη περιοχή) και πρώην βασίλειο (47.720 τ. χλμ., 1.199.753 κάτ. το 2001) της Ισπανίας που αποτελείται από τρεις επαρχίες: Ουέσκα, Τερουέλ και Σαραγόσα. Καθεμία από αυτές τις επαρχίες έχει πρωτεύουσα… …

    Dictionary of Greek

  • 25Βρυξέλλες — (γαλλ. Bruxelles, φλαμανδ. Brussel). Πόλη (959.318 κάτ. το 2000) και πρωτεύουσα του Βελγίου. Οι Β., σύμφωνα με την πρόσφατη (1995) διοικητική ανακατανομή του Βελγίου, αποτελούν αυτόνομη περιφέρεια της ομοσπονδίας της χώρας, αν και τυπικά ανήκουν… …

    Dictionary of Greek

  • 26Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 27Φαμπιάνι, Μαξ — (Fabiani, Σαν Ντανιέλε ντελ Κάρσο 1865 – Γκορίτσια 1962). Ιταλός αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Σπούδασε στην αρχιτεκτονική σχολή της Βιένης και διετέλεσε βοηθός του Ο. Βάγκνερ από το 1894 έως το 1896. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από μια… …

    Dictionary of Greek

  • 28Copula (linguistics) — To be redirects here. For the song, see To Be. For to be, or not to be , see To be, or not to be. In linguistics, a copula (plural: copulae or copulas) is a word used to link the subject of a sentence with a predicate (a subject complement). The… …

    Wikipedia

  • 29Economics — This article is about the social science. For other uses, see Economics (disambiguation). For a topical guide to this subject, see Outline of economics. Economics …

    Wikipedia

  • 30Monaco — This article is about the city state. For other uses, see Monaco (disambiguation). Principality of Monaco Principatu de Múnegu (Monégasque) Principauté de Monaco (French) …

    Wikipedia