οἶδαξ

  • 1οίδαξ — οἴδαξ, ακος, ὁ (ΑΜ) άγριο σύκο («τὰ δὲ οὔπω πέπειρα τῶν σύκων ἴδακες παρὰ Λάκωσι καὶ φήληκες παρ Ἀθηναίοις», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰδῶ «είμαι πρησμένος, φουσκωμένος» + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. πήδ αξ)] …

    Dictionary of Greek

  • 2οἴδακες — οἶδαξ masc nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3θρίδαξ — θρίδαξ, ακος, ἡ (Α) το μαρούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για δάνειο προελληνικής προελεύσεως, ενώ άλλοι συνέδεσαν τη λ. με το θρίον «φύλλο συκιάς», με σχηματισμό κατά το οίδαξ «αγριόσυκο». ΠΑΡ. θριδακίνη, θριδάκιο(ν)… …

    Dictionary of Greek