οἵ κέ με τιμήσουσιν

  • 1τιμήσουσιν — τῑμήσουσιν , τιμάω honour aor subj act 3rd pl (attic epic ionic) τῑμήσουσιν , τιμάω honour fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τῑμήσουσιν , τιμάω honour fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) τιμέω aor subj act 3rd pl… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ἀτιμήσουσιν — ἀτῑμήσουσιν , ἀτιμάω dishonour aor subj act 3rd pl (attic epic ionic) ἀτῑμήσουσιν , ἀτιμάω dishonour fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀτῑμήσουσιν , ἀτιμάω dishonour fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic)… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3κηρ — (I) κήρ, κηρός, αιολ. τ. κάρ, ή, δωρ. πληθ. κάρες (Α) 1. ως κύριο όν. Κήρ η θεά τού θανάτου, ιδίως τού βίαιου, ή τού ολέθρου («δειναὶ δὲ κῆρες σ αἱ κυνώπιδες θεαί», Ευρ.) 2. ως προσηγ. θάνατος, ιδίως βίαιος ή, γενικά, συμφορά, καταστροφή (α.… …

    Dictionary of Greek