οἵμου
1οἴμου — οἴ̱μου , οἶμος way masc/fem gen sg …
2οἵμου — οἷμος way fem gen sg …
3PROVERBIUM — Graece παροιμία, aliter Adagium, λόγος ἐςτὶ ἐπικαλύπτων τὸ σαφὲς ἀσαφείᾳ Sermo rem manifestam obscuritate tegens In quo proin Donatus ac Diomedes requirunt, tum involucrum aliquod, tum γνωμικόν τι. Verum cum permulta reperiantur apud neutiquam… …
4οκτάζυξ — ὀκτάζυξ, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που αποτελείται από οκτώ ζυγά, από οκτώ ζεύγη, που διαιρείται σε οκτώ λωρίδες, σε οκτώ σειρές («ὀκτάζυγος οἴμου» δρόμου που αποτελείται από οκτώ λωρίδες, Παύλ. Σιλεντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + ζυξ (<… …
5προοίμιο — το / προοίμιον, ΝΜΑ, και αττ. τ. φροίμιον Α 1. εισαγωγικό μέλος σε ευρύτερη μουσική σύνθεση, προανάκρουσμα (α. «ἁγησιχόρων... προοιμίων ἀμβολάς», Πίνδ. β. «... ἐν τοῑς ἔπεσι τοῑσδε, ἅ ἐστιν ἐκ προοιμίου Ἀπόλλωνος», Θουκ.) 2. πρόλογος, εισαγωγή (« …